Οι γυναίκες στην Επανάσταση του 1821

Οι γυναίκες στην Επανάσταση του 1821

Οι γυναίκες στην Επανάσταση του 1821, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής, άφησαν το δικό τους «αποτύπωμα» στην Επανάσταση του 1821.

Παρότι σε βάθος χρόνου κυριάρχησαν οι μορφές της επιβλητικής Λασκαρίνας Πινότση, γνωστή ως Μπουμπουλίνα από το όνομα του δεύτερου συζύγου της, Δημήτρη Μπούμπουλη, και της γοητευτικής, πολυτάλαντης Μαντώς Μαυρογένους, υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι γενικότερα οι γυναίκες είχαν ουσιαστική, πολύπλευρη, συμβολή στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Κάποιες πήραν τα όπλα και στάθηκαν γενναία στο πλευρό των ανδρών χωρίς να είναι ιδιαίτερα γνωστές, όπως η καπετάνισσα Κωνσταντίνα Ζαχαριά, η Σπαρτιάτισσα Σταυριάννα Σάββαινα, η Δόμνα Βισβίζη κ.ά.

Πάντως, οι περισσότερες βοήθησαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, αλλά κυρίως στη διάσωση των παιδιών τους και τη στήριξη των σπιτιών τους κατά την απουσία των ανδρών.



Δυστυχώς, στις περισσότερες προσωπικές μαρτυρίες και στην ιστοριογραφία του 19ου αιώνα οι αναφορές στον ρόλο των γυναικών είναι περιορισμένες, καθώς επικεντρώνονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο των ανδρών. Ωστόσο, υπάρχουν πηγές που δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα της συμβολής των γυναικών στην Επανάσταση.

Χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε επιφυλακτικότητα από την πλευρά των ανδρών στο να εμπιστευτούν μυστικά στις γυναίκες.

Η Μαντώ Μαυρογένους σε ένα εξαιρετικό «πορτρέτο» των Ελλήνων και των Ελληνίδων, που συνέταξε και δημοσίευσε στο ημερολόγιό του ο Γάλλος φιλέλληνας και αγωνιστής Ε. Βιλνέβ (Eugène Villeneuve), αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Θα ήθελα να μην είμαι στη δύσκολη θέση να τους κάνω [των γυναικών] τη μομφή για την αδιακρισία, την οποία δεν μπορούν να κρατήσουν μυστική και η οποία υποχρεώνει τους συζύγους να είναι επιφυλακτικοί μαζί τους».

Γι’ αυτό, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) κατά την προετοιμασία της Επανάστασης «οι Ελληνες τουφεξίδες [οπλοποιοί], σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι» εργάζονταν, όλη τη νύχτα, «κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των [για] τα αναγκαία του πολέμου» {2} Ετσι, λίγες γυναίκες μυούνταν και μόνο στον κατώτερο βαθμό στη Φιλική Εταιρεία, όπως η Μπουμπουλίνα ή χρησιμοποιούνταν σε ορισμένες αποστολές.

Ανάμεσα σε αυτές ήταν η Μαριγώ Ζαφειροπούλου, που χρησιμοποιήθηκε για μεταφορά πολύτιμων εγγράφων, και η Φαναριώτισα Ευφροσύνη Νέγρη, που, όπως έγραψε η συγγραφέας Καλιρρόη Παρρέν, «ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών» και το σπίτι της «απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών».

Ομως, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση οι γυναίκες βρέθηκαν στην «πρώτη γραμμή» είτε τροφοδοτώντας τα στρατόπεδα με τρόφιμα, που στερούνταν οι ίδιες, είτε διατηρώντας «ζωντανά» τα σπίτια τους.

«Και αι γυναίκες αι ίδιαι ήρχοντο φορτωμέναις [στα στρατόπεδα] και έφερναν και τα ζώα φορτωμένα κρέατα, κρασιά και άλλας τροφάς», γράφει χαρακτηριστικά, ο Φωτάκος, ενώ σε άλλο σημείο περιγράφει ότι μετά τη νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια (28 Ιουλίου 1822) «αι γυναίκες μάλιστα του χωρίου Αγινόρι (Αγιονόρι Κορινθίας) επήραν πολλά λάφυρα και καμήλαις φορτωμέναις».

Σημαντική η βοήθειά τους και σε δύσκολες περιόδους, όπως η πολιορκία του Μεσολογγίου.

«Κουκουλωμένες με τη μαντήλα στο κεφάλι [γράφει ο Δ. Φωτιάδης] πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού́ και τα δίνουν στην επιτροπή́ να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ό,τι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει».

Κάποιες άλλες γυναίκες παίρνουν μέρος σε μάχες, με το όπλο στο χέρι

Κωνσταντίνα Ζαχαριά

Από τον Γάλλο ιστορικό Φ. Πουκεβίλ {5} μαθαίνουμε ότι μια νεαρή Σπαρτιάτισσα, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όπλα και τέθηκε επικεφαλής 500 ανδρών.

Η Κωνσταντίνα ήταν βρέφος «εν τω λίκνω» όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, το 1799, στην Τρίπολη, τον πατέρα της Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη (σ.σ. από αυτόν πήρε το επώνυμό της, η Κωνσταντίνα του Ζαχαριά), έναν από τους πρωτοκλέφτες της εποχής.

Μεγαλώνοντας ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατό του. Ετσι μόλις ξεκίνησε η Επανάσταση, οπότε πρέπει να ήταν 22 ή 23 ετών, πήρε τα όπλα, ξεσήκωσε άνδρες και γυναίκες, σχημάτισε την ομάδα της και αφού πήρε την ευχή του επισκόπου Ηλείας Ανθιμου μπήκε στον πόλεμο.

Αρχικά, ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μυστρά και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ποταμό Ευρώτα έφτασε μέχρι το Λεοντάρι Αρκαδίας. Επιτίθεται με τους άνδρες της, απελευθερώνει το χωριό, καταστρέφει την ημισέληνο από τα τεμένη και βάζει φωτιά στο σπίτι του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή (βοεβόδας) της περιοχής και τον σκοτώνει.

Η καπετάνισσα Κωνσταντίνα φαίνεται να πήρε μέρος και σε άλλες μάχες, καθώς και στην πολιορκία της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά από κάποιο σημείο και μετά δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.

Σταυριάνα Σάββαινα

Μια άλλη Σπαρτιάτισσα, η Σταυριάνα Σάββαινα (σ.σ. η γυναίκα του Γιωργάκη Σάββα, η «Σάββαινα»), όταν ξεκίνησε ο Αγώνας ήταν περίπου 40 ετών και πήρε τα όπλα όταν οι Τούρκοι σκότωσαν, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, τον άνδρα της.

Οπως έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν στην ιστορική «Εφημερίδα των Κυριών» (φ. 25.3.1890) «η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου» και εντάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.

Η πρώτη μάχη που πήρε μέρος ήταν στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), όπου σημειώθηκε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη των Ελλήνων.

«Η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος», έγραψε η Παρρέν.

Η Σταυριάνα πήρε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης και στη μάχη του Τρίκορφου. Ωστόσο, επί Οθωνα, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της και ζούσε από τη βοήθεια οικογενειών άλλων αγωνιστών. Οταν πέθανε, το 1868, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να τη θάψουν.

Δόμνα Βισβίζη

Για μια άλλη γυναίκα, τη Δόμνα Βισβίζη, πληροφορούμαστε από ιδιόχειρο έγγραφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Μάιος 1822) ότι έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «διά της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός θα διελύετο»

Η Δόμνα ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο και εφοπλιστή Αντώνη Βισβίζη, που διέθεσε πολλά χρήματα για την Επανάσταση και ήταν κυβερνήτης του πλοίου «Καλομοίρα». Ωστόσο, όταν πέθανε κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες μετά την άρνησή του να προδώσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τη διακυβέρνηση του πλοίου ανέλαβε η γυναίκα του, το οποίο διέθεσε στον Αγώνα.

Η ίδια έζησε φτωχικά τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, εγκαταλελειμμένη από τις κυβερνήσεις επί Οθωνα.

Η εγκατάλειψη της Δόμνας και της Σταυριάννας από το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έρχεται, δυστυχώς, να επιβεβαιώσει τη σκληρή μοίρα της εγκατάλειψης, που βίωσαν πολλοί αγωνιστές από τις οθωνικές κυβερνήσεις, κυρίως ως αποτέλεσμα του διχασμού, που υπήρξε στα χρόνια του Αγώνα.

Αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους: μια χειραφετημένη γυναίκα

Ξεχωριστή προσωπικότητα ανάμεσα στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης του 1821 ήταν η Μαντώ Μαυρογένους.

Η Μαντώ εκτός από την τεράστια συμβολή της στον Αγώνα, συμμετέχοντας σε μάχες και διαθέτοντας όλη την περιουσία της, ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, με μόρφωση, επηρεασμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού, γοητευτική και με ευρωπαϊκή εμφάνιση και «αέρα».



Ο Γάλλος φιλέλληνας Ρεμπό τη περιγράφει ως ψηλή, αδύνατη, με ευχάριστο πρόσωπο, ενώ ο Νικόλαος Δραγούμης, γραμματέας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1828), γράφει: «…εφαίνετο προοιωνιζομένη [= προλέγουσα] τον χρόνον, καθ’ ον οι κοινωνικοί της Δύσεως θεσμοί έμελλον να κατισχύσωσι [=επικρατήσουν] της απειρόκαλου (=ακαλαίσθητης) αυστηρότητος της Ανατολής»! {7}

Η αναφορά του Δραγούμη είναι από τις ελάχιστες που υπάρχουν γι’ αυτήν σε ελληνικές πηγές, καθώς από τους Ελληνες ιστορικούς σχεδόν αγνοήθηκε η μεγάλη αυτή ηρωική μορφή.

Ετσι, τα περισσότερα στοιχεία για τη Μαντώ (Μαγδαληνή, ήταν το όνομά της) τα γνωρίζουμε από ξένους φιλέλληνες, που ήρθαν στην Ελλάδα και αναφέρονται σ’ αυτήν στα συγγράμματά τους, με σεβασμό και θαυμασμό. {8}

Η αιτία αυτής της αντιμετώπισης από τους Ελληνες θα πρέπει να εντοπιστεί στον έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, είτε επειδή -όπως πιστεύουν κάποιοι- σκανδάλισε τους ηθικολόγους της εποχής είτε -το πιθανότερο-, επειδή την έφερε σε μεγάλη αντίθεση με ισχυρούς πολιτικούς, κυρίως τον μετέπειτα πρωθυπουργό, τον δόλιο Ι. Κωλέττη, που όπως και ο Μαυροκορδάτος, υπονόμευε τον Υψηλάντη.

Αξιοσημείωτη είναι και μια σύγκριση, που κάνει ο Ρεμπό, ανάμεσα στην Μπουμπουλίνα και τη Μαντώ, γράφοντας ότι η πρώτη διέθετε σπάνια τόλμη για γυναίκα, αλλά και «απληστία για κέρδος, έτσι ώστε ν’ αναιρούνται οι πιο λαμπρές ιδιότητές της». Στην άλλη υπήρχε «η αγνότερη αγάπη στην πατρίδα, γεμάτη αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον και χωρίς καμία μέριμνα για το προσωπικό της μέλλον».

Τα βιογραφικά στοιχεία της Μαντώς είναι λίγο πολύ γνωστά.

Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στη Τεργέστη, όπου διέμεναν και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά οι γονείς της, ο εύπορος Μυκονιάτης έμπορος Νικόλαος Μαυρογένης και η Σπαρτιάτισσα Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, που είχαν συνολικά πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Εκανε σπουδές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιστορία και μιλούσε και έγραφε άπταιστα ιταλικά, γαλλικά και τουρκικά.

Είναι άγνωστο πότε ακριβώς επέστρεψε στην Ελλάδα. Ομως είναι βέβαιο ότι κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν στη Τήνο μαζί με το θείο της, Μαύρο, ενάρετο και σοφό ιερέα. Μαζί πέρασαν στη Μύκονο, ξεσήκωσε τους κατοίκους και στα μέσα Απριλίου 1821 το νησί μπήκε στον Αγώνα. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ «η Μύκονος […] ώφειλε την τιμήν της εις την [ναυτική] συμμαχίαν εισχωρήσεως εις την ωραίαν Μοδένα (Μαντώ) Μαυρογένους». {9}

Το σπίτι της Μαντώς στη Μύκονο ήταν ανοιχτό στον κόσμο. Ο Ρεμπό περιγράφει μια βραδιά στο σπίτι της, όπου βρισκόταν «ένας αρκετά μεγάλος κύκλος, που αποτελείτο από τους πρώτους ανθρώπους του νησιού» και επικράτησε μεγάλο κέφι, με χορό.

Ο ίδιος αφηγείται ότι η Μαντώ τού έλεγε «Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Οταν έχω χρησιμοποιήσει όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμά μου και θα πεθάνω, εάν είναι απαραίτητο, γι’ αυτήν». Και αυτό έκανε. {10}

Σε μια τριετία είχε διαθέσει όλη την περιουσία της για τον εξοπλισμό πλοίων, τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων που πήραν μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, την Κάρυστο, τη Φθιώτιδα κ.α., την οικονομική στήριξη της Σάμου και της Χίου και την περίθαλψη 2.000 ατόμων, που επιβίωσαν από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Παρ’ όλα αυτά η Μαντώ επιμένει να προσφέρει και, όπως γράφει ο Βιλνέβ, ζητάει από τη κυβέρνηση τα μέσα για να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος την κολάκεψε και εκείνη του απαντάει: «Οχι [δεν θέλω] λόγια κολακευτικά. Χρήματα, άντρες [ζητάω] και βαδίζω ενάντια στον εχθρό».

Στο μεταξύ, μάλλον σε μάχες στη Φθιώτιδα, όπου πήρε μέρος, η Μαντώ γνωρίζεται με τον Δ. Υψηλάντη και ερωτεύονται. Στον αρραβώνα τους αντιτάσσονται πολλοί από τους ισχυρούς πολιτικούς, που τρομοκρατούνται στο ενδεχόμενο ενοποίησης των δυο ισχυρών οικογενειών και τελικά έπειτα από πολλές ραδιουργίες ο Κωλέττης πετυχαίνει να διαλυθεί η σχέση.

Απογοητευμένη η Μαντώ εμφανίζεται, την άνοιξη του 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνεδριάζει πλέον στην Τροιζήνα. Είναι η μόνη γυναίκα μεταξύ των ακροατών και ζητάει, μάταια, κάνοντας νεύματα, να της επιτραπεί να διαβάσει μια καταγγελία κατά του Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου.



Ο Νικ. Δραγούμης γράφει: «… μεταξύ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ή τις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής, ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος, φορούσα μέλαινα εσθήτα χρυσοπάρυφον [= μαύρο επίσημο φόρεμα με χρυσό τελείωμα] και πίλον [= καπέλο] ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτούμενη την ανάγνωσιν της ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά του Υψηλάντου αναφοράς». {11}

Αργότερα θα στείλει την αναφορά της στον Καποδίστρια, χωρίς να υπάρξει κάποια συνέχεια.

Στην ίδια Εθνοσυνέλευση, πάντως, θα διαβαστεί μια άλλη αναφορά της, με την οποία ζητάει να της διατεθεί ένα σπίτι στο Ναύπλιο για να κατοικήσει.

Η Μαντώ καταδιωκόμενη, πάντα από τον Κωλέττη, θα πεθάνει το 1848 πάμφτωχη στη Πάρο, όπου έμεναν κάποιοι συγγενείς της.

Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση



Η Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου1771 – Σπέτσες, 22 Μαΐου1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ίσως κι η σημαντικότερη.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την ‘Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην ‘Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.

Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.

Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.

Το ακρόπρωρο του πλοίου “Αγαμέμνων” της Μπουμπουλίνας με κυβερνήτη το γιο της Ιωάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.

Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.

Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο-΄τον Παντελή και τον Γιάννη- όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[…] φοβειθείσα[…] την αιώνιον κόλασιν […] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα […]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.

Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα



Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης όπου και κατοικούσε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κατά τις αρχές του 1821, ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, να πληροφορηθεί λεπτομέρειες για το συμβάν, αποστολή την οποία έφερε εις πέρας Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνωριμίες καθώς και τη σημαντική της περιουσία, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι. Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας αλλά και του εμπόρου αδελφού της, Χατζηβασίλη, στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Τελικά, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Ζαραφοπούλα κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα της επαναστατημένης Ελλάδας, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης

Στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Τα επόμενα χρόνια, χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο καθώς και την αντίστοιχη του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Μεσούσης της επανάστασης, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Πέθανε άπορη μετά το 1865, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων.

Την προσφορά της Ζαραφοπούλας στην επανάσταση, πιστοποίησαν με σχετικά έγγραφα αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Χατζηχρήστος, Νικηταράς κ.ά.

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα



Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.

Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: “Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί”.

Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.

Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα, πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον ‘Επαχτο.

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…

Ελισάβετ Υψηλάντη



H Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται.

Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως.

Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος(Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους:

«-Γράψτε στο τέλος της διακήρηξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».

Πηγή: efsyn.gr e-prologos.gr

Δείτε επίσης:

Μεσσηνία : To ξεχασμένο Κάστρο των Παραμυθιών που θυμίζει Disneyland

Θεσσαλονίκη: Γέμισε από αφίσες με τα πρόσωπα ηρώων του 1821

Βρείτε το TV10.gr στο Google News! Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.tv10.gr

Ακολουθήστε το TV10.gr  στο Facebookκαι μάθετε πρώτοι όλα τα νέα.

Ακολουθήστε το TV10.gr στο  Instagram και δείτε τις καλύτερες φωτογραφίες από τα Τρίκαλα, τη Θεσσαλία αλλά και από όλη την Ελλάδα

Facebook
Twitter
Email
Sponsored